- διαβεβαιούμενοι
- διαβεβαιόομαιconfirmpres part mp masc nom/voc plδιαβεβαιόομαιconfirmpres part mp masc nom/voc plδιαβεβαιόωconfirmpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πετριανός — ή, όν, ΜΑ οπαδός τού αποστόλου Πέτρου μσν. μέλος μονοφυσιτικής δοξασίας («οἱ διαβεβαιούμενοι τὴν ὑπόστασιν μόνα εἶναι ἰδιώματα χωρὶς οὐσίας», Τιμόθ. Κων/π.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέτρος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός, Παυλ ιανός)] … Dictionary of Greek